ὑπαρκτικάς — ὑπαρκτικά̱ς , ὑπαρκτικός expressing existence fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαρκτικός — ή, ό / ὑπαρκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη 2. φρ. «υπαρκτικά ρήματα» γραμμ. ρήματα που δηλώνουν ύπαρξη, όπως είναι λ.χ. τα είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι αρχ. αυτός που υπάρχει, πραγματικός («ὑπαρκτικὴν εἶναι… … Dictionary of Greek
ύπαρξη — η / ὕπαρξις, άρξεως, ΝΜΑ [ὑπάρχω] η κατάσταση τού υπαρκτού, το να υπάρχει κανείς, υπόσταση, οντότητα («ὕπαρξις ἢ ἀνυπαρξία», Σέξτ. Εμπ.) νεοελλ. 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο ίδιος ο άνθρωπος («είναι μια δυστυχισμένη ύπαρξη») 3. (φιλοσ.) α) το Είναι… … Dictionary of Greek
υπαρκτικός — ή, ό 1. που πραγματικά υπάρχει. 2. (γραμμ.), που δηλώνει ύπαρξη: Υπαρκτικά ρήματα (είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι κτό.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)